Ο Οπλαρχηγός Μάνος Κωνσταντίνου γεννήθηκε στην Αθήνα. Γιος του Στρατηγού Θρασύβουλου Μάνου, αληθινός πατριώτης και γενναίος πολεμιστής, πήρε μέρος σ' όλους τους μεγάλους αγώνες της εποχής του (Κρητική επανάσταση, Βαλκανικοί Πόλεμοι). Συμμετέχοντας επίσης στα κοινά εκλέχτηκε επανειλημμένα βουλευτής της Κρήτης. Θερμός υποστηρικτής της Αεροπορικής Ιδέας, υπήρξε ο πρώτος Έλληνας επιβάτης αεροπλάνου, όταν το 1908 πέταξε πάνω από το Φάληρο ως συνεπιβάτης του Ρώσου αεροπόρου Ουτόσκιν, πού πραγματοποιώντας περιοδεία στην Ευρώπη έκανε επιδεικτικές πτήσεις με ιδιόκτητο αεροπλάνο και στην Αθήνα. Στις 4 Απριλίου 1913, επιβαίνοντας ως πλήρωμα στο αεροπλάνο Bleriot XI του Εμμανουήλ Αργυρόπουλου κατά την εκτέλεση αναγνωριστικής πτήσεως στην περιοχή Λαγκαδά, βρήκε ηρωικό θάνατο μαζί με το χειριστή λόγω πτώσεως του αεροπλάνου από μηχανική βλάβη.
Ο Κωνσταντίνος Μάνος ,ένας άνθρωπος που σήμερα θα τον χαρακτηρίζαμε ως VIP. Ήταν λόγιος, πρώην βουλευτής Αττικής, και θείος της Ασπασίας Μάνου, συζύγου του μετέπειτα βασιλιά Αλέξανδρου. Στις αρχές των βαλκανικών πολέμων είχε ηγηθεί ανταρτικών ομάδων και από τον τύπο της εποχής είχε χαιρετιστεί ως «εκπορθητής της Πρεβέζης». Η συμμετοχή πολίτη σε στρατιωτική αποστολή μπορεί σήμερα να ξενίζει, αλλά στους βαλκανικούς πόλεμους, όλοι οι στρατοί χρησιμοποίησαν κατά κόρον πολίτες οργανωμένους σε επίσημα (όπως οι Έλληνες «πρόσκοποι») ή ανεπίσημα παραστρατιωτικά σώματα.
Λόγω της εμπλοκής του σε σφοδρή κακοκαιρία το αεροπλάνο των Αργυρόπουλου-Μάνου θα συντριβεί 500 μέτρα από το Λαγκαδά, δυο μέρες πριν την κρίσιμη μάχη των Γιαννιτσών. Θα τους θρηνήσει όλη η Ελλάδα.
Πηγή: Αεροπορική Επιθεώρηση.
Κωνσταντίνος Μάνος, ποιητής, συγγραφέας, πολιτικός και συνεργάτης του Βενιζέλου. Γεννήθηκε το 1869 στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Θρασύβουλος Μάνος, ήταν στρατηγός και καταγόταν από φαναριώτικη οικογένεια, ενώ μητέρα του, ήταν η Ρωξάνη Μαυρομιχάλη. Σπούδασε νομική στη Λειψία και φιλοσοφία στην Οξφόρδη. Πρωτοστάτησε στη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας.
Η ενασχόληση του Κωνσταντίνου Μάνου με τον αθλητισμό ξεκίνησε στα χρόνια των σπουδών του (πολιτικές επιστήμες, φιλοσοφία, φιλολογία) σε πανεπιστήμια με οργανωμένη αθλητική δραστηριότητα, όπως η Οξφόρδη. Αν και διέμενε στην Ευρώπη, φαίνεται ότι μετείχε στις διεργασίες διαμόρφωσης των ελληνικών αθλητικών θεσμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι έγραψε τους στίχους για τον ύμνο του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου (Π.Γ.Σ.), που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στους αγώνες τους οποίους διοργάνωσε ο Πανελλήνιος το 1893. Τη μουσική έγραψε ο μετέπειτα συνθέτης και του Ολυμπιακού Ύμνου, ο Σπύρος Σαμάρας. Την εποχή εκείνη ο Μάνος συγκαταλεγόταν στους δημοφιλείς ποιητές της αθηναϊκής κοινωνίας, καθώς η ποιητική συλλογή που εξέδωσε το 1890 με τίτλο «Λόγια της Καρδιάς » απέσπασε βραβεία και πολύ ευμενείς κριτικές.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1890 ο Κωνσταντίνος Μάνος εγκατέλειψε την εργασία του ως δάσκαλος ελληνικών της αυτοκράτειρας Αυστροουγγαρίας Ελισάβετ, προτείνοντας ως αντικαταστάτη του τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Αιτία της επιστροφής του ήταν η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και η συμμετοχή του στην οργανωτική επιτροπή των πρώτων Αγώνων του 1896.
Την εποχή εκείνη η περίφημη Εθνική Εταιρεία, στα μέλη της οποίας συγκαταλέγονταν ο αδελφός του Πέτρος και ο πατέρας του Θρασύβουλος, προπαρασκεύαζε ένοπλες εξεγέρσεις στη Μακεδονία και την Ήπειρο, πίεζε την ελληνική κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο και ταυτόχρονα διατηρούσε επικοινωνία με επαναστατικούς πυρήνες στην Κρήτη. Εκεί βρέθηκε και ο Κωνσταντίνος Μάνος, πολεμώντας σε αρκετές μάχες.
Η επανάσταση στην Κρήτη οδήγησε στην αυτονομία του νησιού (1897). Το 1901 ο Μάνος διορίστηκε δήμαρχος Χανίων. Ταυτόχρονα εκλέχτηκε μέλος της αναδιοργανωμένης ΕΟΑ, θέση στην οποία παρέμεινε τυπικά έως το 1904, οπότε αντικαταστάθηκε εξαιτίας της απουσίας του από τις συνεδριάσεις.
Μετά τη δεύτερη δημαρχία του στα Χανιά (1903) έφυγε από την Κρήτη και πήγε στη Μακεδονία αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του “ακήρυχτου πολέμου” στη Δυτική Μακεδονία με το όνομα Μιχαηλίδης. Σε άλλη περιοχή της Μακεδονίας έδρασε και ο αδελφός του Πέτρος, με το ψευδώνυμο καπετάν Βέργος. Ο Μάνος συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές, αλλά ελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Κρήτη.
Εκεί, το 1905, συγκρότησε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Φούμη την ηγεσία της επανάστασης του Θερίσου, που οδήγησε στην ενσωμάτωση της Κρήτης στην επικράτεια του ελληνικού κράτους. Το 1906 εκλέχτηκε βουλευτής Χανίων, το 1907 αναδείχτηκε πρόεδρος του “Μακεδονικού Κομιτάτου Αθήνας” και το 1910 επανεξελέγη βουλευτής. Πολέμησε εθελοντικά στους Βαλκανικούς Πολέμους, οργανώνοντας δικό του εκστρατευτικό σώμα που βοήθησε ενεργά στην κατάληψη της Πρέβεζας. Σκοτώθηκε το 1913 μετά από πτώση αεροπλάνου που εκτελούσε πτήση παρατήρησης των βουλγαρικών θέσεων στην περιοχή του Λαγκαδά.
Πηγή: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού
Ο επιβαίνων Κωνσταντίνος Μάνος, ήταν γόνος ιστορικής οικογενείας, θείος της Ασπασίας Μάνου μετέπειτα συζύγου του Βασιλέα Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1889, ήταν υιός του στρατηγού Θρασύβουλου Μάνου και της Ρωξάνης Μαυρομιχάλη. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Λειψία και Χαϊδελβέργη και αργότερα στην Οξφόρδη.
Αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους οργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896 και συνέθεσε τον ύμνο του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου που μελοποίησε ο Σαμαράς.
Κατά την Κρητική επανάσταση του 1896, συγκρότησε το εθελοντικό Σώμα του Ιερού Λόχου και επικεφαλής του κατήλθε και πολέμησε στην Κρήτη. Η επανάσταση δεν είχε το ποθητό αποτέλεσμα αλλά τα κατορθώματα του ενέπνευσαν την λαϊκή μούσα και μια κρητική μαντινάδα λέει, «Όσοι πιστεύετε Θεό και τόνε προσκυνάτε – τον καπετάνο Κωσταντή το Μάνο ν’ αγαπάτε»
Επέστρεψε στην Αθήνα αλλά με τον διορισμό του Πρίγκηπα Γεωργίου ως Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης, επανήλθε εκεί και διετέλεσε δήμαρχος Χανίων κατά τα έτη 1901 έως 1902. Πρωτεργάτης της επαναστατικής αντιπολιτεύσεως, αφού διαφώνησε με τον Πρίγκηπα Γεώργιο, έφυγε από την Μεγαλόνησο.
Έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα με το ψευδώνυμο Μιχαηλίδης, όπου στην Καστοριά συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίσθηκε.
Μετά την αποφυλάκιση του κατά το 1904 επανήλθε στην Κρήτη όπου έλαβε μέρος στο κίνημα των Λάκκων και αργότερα στην επανάσταση της Θερίσου. Μετά την αποχώρηση του Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης Πρίγκηπα Γεωργίου, εξελέγη βουλευτής Χανίων.
Το 1909 επανήλθε στη Αθήνα όπου εξελέγη δις βουλευτής Αττικοβοιωτίας στην Α΄ και Β’ Αναθεωρητική Βουλή.
Κατά τον Βαλκανικό Πόλεμο επικεφαλής Κρητικού Σώματος 300 ανδρών έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Ηπείρου, απελευθερώνοντας την Νικόπολη και την Μανωλιάσα. Διακρίθηκε για τον ηρωισμό του και τραυματίσθηκε δύο φορές στην Πρέβεζα.
Το 1896 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Λόγια της καρδιάς» και δημοσίευσε μεταφράσεις και άλλα έργα του στην Φιλολογική «Εστία». Ήταν θερμός δημοτικιστής, μάλιστα σε μια περίοδο φορτισμένη και έντονου φανατισμού λόγω του γλωσσικού ζητήματος, με εκδηλώσεις ακραίων φαινομένων μεταξύ των αντιμαχομένων παρατάξεων. Το 1905 εξέδωσε την Αντιγόνη του Σοφοκλέους στην δημοτική γλώσσα. Αργότερα ως βουλευτής της αναθεωρητικής βουλής υπεστήριξε την αναγκαιότητα όπως η δημοτική καθιερωθεί ως η επίσημη γλώσσα του Ελληνικού Κράτους.
Πολυδιάστατος άνθρωπος με σημαντική δράση στον πνευματικό, πολιτικό και αθλητικό τομέα. Ευπατρίδης εθελοντής πολεμιστής συμμετείχε σε όλους σχεδόν τους απελευθερωτικούς αγώνες της Φυλής μας στις αρχές του 20ου αιώνα, ως επαναστάτης, αντάρτης, πολέμαρχος. Το νήμα της ζωής του κόπηκε πάνω στο καθήκον λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, προκαλώντας συγκίνηση στο πανελλήνιο.
Ένα λιτό μνημείο έξω από τον Λαγκαδά, στο σημείο πτώσεως του αεροπλάνου θυμίζει την απώλεια του πρώτου πολεμιστού-αεροπόρου της Ελλάδος, ο οποίος έπεσε ευρισκόμενος σε διατεταγμένη υπηρεσία και άνοιξε τον θλιβερό χορό των Ελλήνων αεροπόρων που χάνουν την ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντος.